διαπεπιστευμένος

διαπεπιστευμένος
η , ο[ν] дипл. уполномоченный; аккредитованный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διαπεπιστευμένος" в других словарях:

  • διαπεπιστευμένος — η, ον βλ. διαπιστεύομαι …   Dictionary of Greek

  • διαπιστεύομαι — (Α διαπιστεύω) νεοελλ. 1. διορίζομαι ως διπλωματικός εκπρόσωπος σε ξένη χώρα 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαπεπιστευμένος, η, ο αυτός ο οποίος έχει ανατεθεί από το κράτος ή την υπηρεσία σε αρμόδιο υπάλληλο 3. το αρσ. ως ουσ. ο διπλωματικός εκπρόσωπος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»